χρυσ(ο)-

χρυσ(ο)-
ΝΜΑ
α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό-διφρος, χρυσο-σάνδαλος, χρυσο-χόος), ότι έχει το χρώμα ή την λάμψη τού χρυσού (πρβλ. χρυσ-έρυθρος, χρυσο-κόμης, χρυσο-μάλλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού πλούτου (πρβλ. χρυσ-εραστής) και τού πολύτιμου, τού ανεκτίμητου (πρβλ. χρυσο-ρρήμων). Απαντά, τέλος, και σε ονομασίες φυτών (πρβλ. χρυσ-άνθεμο, χρυσο-λάχανον) και ζώων (πρβλ. χρυσο-κέφαλος, χρυσο-μηλολόνθιον). Το α' συνθετικό χρυσ(ο)- απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kurusowoko = χρυσοFοργός / χρυσουργός), ενώ στην Αρχαία Ελληνική εμφανίζει και τη μορφή χρυσεο- (πρβλ. χρυσεό-στιλβος, χρυσεό-ταρσος) για μετρικούς λόγους (πρβλ. και χαλκεο- / χαλκ[ο]- < χαλκός). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι και επιστημονικοί όροι με α' συνθετικό χρυσ(ο)- (πρβλ. χρυσο-μήλη < αγγλ. chryso-mela, χρυσό-τιλος < αγγλ. chryso-tile).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. χρυσός: χρυσάκτινος, χρυσάνθεμο(ν), χρυσάργυρος, χρυσαυγής, χρυσελεφάντινος, χρυσήλατος, χρυσοβαφής, χρυσοδάκτυλος, χρυσόδετος, χρυσοειδής, χρυσόθρονος, χρυσοκάνθαρος, χρυσόκολλα, χρυσοκόμης, χρυσόλιθος, χρυσόμαλλος, χρυσόμηλο(ν), χρυσόπτερος, χρυσοπώλης, χρυσορρήμων, χρυσοστέφανος, χρυσόστομος, χρυσοτόκος, χρυσοφανής, χρυσοφόρος, χρύσοφρυς, χρυσοχόος, χρυσωρύχος
αρχ.
χρυσαμμος, χρυσαμοιδός, χρυσάρματος, χρυσ(ε)οβόστρυχος, χρυσ(ε)όδμητος, χρυσ(ε)όκαρπος, χρυσ(ε)όταρσος, χρυσεραστής, χρυσήγορος, χρυσηλάκατος, χρυσήνιος, χρυσήρης, χρυσόγειος, χρυσογνώμων, χρυσόγονος, χρυσογράμματος, χρυσόδεσμος, χρυσόζυγος, χρυσόζωνος, χρυσόθριξ, χρυσόκερως, χρυσονόμος, χρυσόπεπλος, χρυσοποιός, χρυσόπους, χρυσότυπος, χρυσούατος, χρυσοφεγγής, χρυσόφιλος
αρχ.-μσν.
χρυσασπις, χρυσοκέφαλος, χρυσολόγος, χρυσομανής, χρυσόμορφος, χρυσόρρυτος, χρυσόσημος, χρυσόστεγος, χρυσόστολος, χρυσουργός, χρυσοφαής, χρυσοφάλαρος, χρυσοφυλαξ, χρυσοχαίτης, χρυσόχρους, χρυσώνης
μσν.
χρυσαγωγός, χρυσεπώνυμος, χρυσόβουλλος, χρυσόβρυτος, χρυσογενής, χρυσόγλωσσος, χρυσόκοκκος, χρυσοτελής, χρυσοτερπής, χρυσόφθογγος, χρυσώννμος
μσν.- νεοελλ.
χρυσογράφος, χρυσοθήρας, χρυσοκόκκινος, χρυσοκόσμητος, χρυσολαμπής, χρυσολάτρης, χρυσόνημα, χρυσοχέρης
νεοελλ.
χρυσαλοιφή, χρυσαυγή, χρυσογόνος, χρυσοδένω, χρυσοθεραπεία, χρυσόκαρδος, χρυσοκεντώ, χρυσοκοντυλιά, χρυσόμυγα, χρυσόξανθος, χρυσόπλεκτος, χρυσοπληρώνω, χρυσόσκονη, χρυσούχος, χρυσόχορτο, χρυσόψαρο, χρυσόψυχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χρύσ' — Χρύσαι , Χρύση fem nom/voc pl Χρύσᾱͅ , Χρύση fem dat sg (doric aeolic) Χρύσα , Χρύσης masc voc sg Χρύσα , Χρύσης masc nom sg (epic) Χρύσαι , Χρύσης masc nom/voc pl Χρύσᾱͅ , Χρύσης masc dat sg (doric aeolic) Χρύσι , Χρύσις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρύσ' — χρῡσί , χρυσίς a vessel of gold fem voc sg χρῡσέ , χρυσός gold masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια …   Dictionary of Greek

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… …   Dictionary of Greek

  • προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”